Λεων. Ανδριανός : 5 Ο ΑΓΙΟΣ ΘΕΟΚΤΙΣΤΟΣ + Ο Κανακάρης + Βήμα στό βήμα στό δικό του τό βήμα + Δόξα σοι τώ δείξαντι τό φώς + Ο κύρ- Βασίλης + Σκορδαλιά χωριάτικη...!! + Ειμαι 87 χρονών, καί μέ λένε Γιαννούλα +



                             
                                               Ο ΑΓΙΟΣ ΘΕΟΚΤΙΣΤΟΣ
                                 Θυμάται και γράφει  ο ΛΕΩΝ. ΑΝΔΡΙΑΝΟΣ
Ομολογώ, ότι μου είναι πολύ δύσκολο, πιστέψτε με, να αποκαλέσω άγιο,  ένα κοινό θνητό που ζει ανάμεσα μας, ιδιαίτερα στις πονηρές και δύσκολες μέρες που ζούμε. Δεν μου το επιτρέπει ούτε η συνείδησή μου ούτε η πεποίθησή μου. Δεν έχω εγώ, μου λείπει η έπαρση των δεσποτάδων, που τολμάνε να αλληλοονομάζονται  < άγιοι>. Γιατί του λόγου μου είμαι παλιάς κοπής και διότι μένω πιστός στην ρήση του ευαγγελίου που λέει <εις άγιος, εις κύριος, ει ο θεός ημών>, που στην απλή γλώσσα   εξηγείται < ένας άγιος, ένας κύριος είναι ο θεός μας>. Για αυτό παραξενεύομαι και αναρωτιέμαι – θεούλη μου- που βρεθήκανε οι τόσοι άγιοι που μας έχουνε περικυκλώσει και μερικές φορές, δεν λέω όλες, μας προκαλούνε και μας σκανδαλίζουνε με την συμπεριφορά τους  ;
Ας είναι, όμως, τούτη την φορά – συγχωρέστε με- θα κάνω μια εξαίρεση, μια παρασπονδία, και σας διαβεβαιώνω πως θα είναι η πρώτη και η τελευταία και μετά λόγου γνώσεως, θα αποκαλέσω ΆΓΙΟ με κεφαλαία γράμματα και χωρίς εισαγωγικά τον προσφάτως (11/04/2008) αποδημήσαντα σε βαθύτατα γεράματα των 100 χρόνων, τον σεβάσμιο καθηγούμενο της Ιεράς μονής του Τίμιου Προδρόμου, τον Αρχιμανδρίτη Θεόκτιστο Αλεξόπουλο.
Γιατί από τότε – παιδάκι ήμουν- που τον γνώρισα, τον σοφό αυτό γέροντα με το γελαστό – θα έλεγα- παιδικό του, ήρεμο πρόσωπο, αυτή την εικόνα κράτησα μέσα μου αρκετά χρόνια μέχρι και σήμερα που γράφω τούτες τις γραμμές.
Είχε ένα τρόπο ο μακαρίτης με το μειλίχιο αλλά συγχρόνως και σπινθηροβόλο  <πειρακτικό> ύφος του, που είχε την δυνατότητα να συνδυάζει τον σεβασμό, την νουθεσία με ένα πολύ λεπτό και πολύ φιλικό χιούμορ που σε αιχμαλώτιζε λες και τον γνώριζες από πολλά χρόνια πριν, ακόμα και για όποιον τον έβλεπε για πρώτη φορά. Ένιωθα την ανάγκη να επιδιώκω και την ευτυχία να έχω πολλές συναντήσεις μαζί του και να μου αφιερώνει αρκετό χρόνο συζητώντας για πολλά θέματα ακόμα και πολιτικά και να ρουφάω αχόρταγα την γαλήνη του, την σοφία του και την απλότητά του κάθε φορά που μια έντονη  επιθυμία μου οδηγούσε τα βήματά μου εκεί στο θεοσκέπαστο μοναστήρι , στο κρεμασμένο από τα βράχια.
Σε διαβάζω – μου έλεγε- Λεωνίδα, σε διαβάζω.
Που με διαβάζεις παππούλη? Τον ρώταγα!   
Στην εφημερίδα βρε, στην εφημερίδα, που αλλού?
Κοψοχόλιασα παππούλη αλλά όρθιο διάβασέ με όσο θέλεις, κακό είναι να με διαβάσεις….   Ξαπλωμένο.
Σώπα βρε, μη φοβάσαι, είσαι νέος ακόμα. Σε μνημονεύω και στην λειτουργία.
Και τι λες παππούλη μου? Να συγχωρεθούν οι αμαρτίες του Λεωνίδα Ανδριανού?
Σιγά μη λέω και του Ανδριανού! Σκέτο Λεωνίδα λέω! Δεν είσαι ευχαριστημένος?
Ορέ είμαι και παρα  είμαι παππούλη μου, αλλά που ξέρει ο θεός για ποιόν Λεωνίδα λες?  Αν κάνει λάθος και συγχωρέσει άλλον Λεωνίδα τότε πάει, την πάτησα εγώ!
Γέλαγε ο αγαθός γέροντας, δάκρυζαν τα μάτια του – έβγαζε και σκούπιζε τα στρογγυλά  ματογυάλια του- αυτός ο άγιος που όπως προείπα άγιος με κεφαλαία γράμματα και χωρίς εισαγωγικά , και στο πρόσωπό του ξεχείλιζε και άστραφτε η  καλοσύνη και η πραότητα. Τον αποχαιρετούσα, του φίλαγα το σεβάσμιο το χέρι του και γύριζα την πλάτη να φύγω.
Στάσου βρε, στάσου! Που πας? Έτσι θα φύγεις? Και σκύβοντας έμπαινε στο χαμηλό πορτάκι της αποθήκης  του μοναστηριού για να μου φέρει και να μου δώσει- μαζί με την ευχή του- ένα μικρό πρόσφορο και ένα πλαστικό μπουκάλι γεμάτο νόστιμες  ελιές, έτσι για κολατσιό, όταν θα έβγαινα στην ανηφόρα εκεί ψηλά στην βρύση της αγίας Σωτηρας.
Έπαιρνα τα δώρα του, με μεγάλη ευχαρίστηση αλλά με ακόμα μεγαλύτερη ευχαρίστηση έβλεπα και αποτύπωνα την εικόνα της άγιας του , το ξαναλέω, μορφής του.
Αιωνία σου η μνήμη, αγαθέ και σοφέ και άγιε Γέροντα Θεόκτιστε. Είμαι σίγουρος ότι από την θέση σου, που εκεί ψηλά σε περίμενε, και ανέβηκες ότι και από εκεί, η γλυκιά μορφή  και ματιά σου θα αγναντεύει τους Γορτύνιους όλους αλλά και το μοναστήρι,  τού Αγίου  Ιωάννου  τού  Προδρόμου  που τόσα χρόνια με τόση πίστη το υπηρέτησες.
Αιωνία η μνήμη σου  σεβάσμιε  γέροντα  !!!
                                                                                                        ΛΕΩΝΙΔΑΣ  ΑΝΔΡΙΑΝΟΣ
    [δημοσιευμένο  στήν  εφημερίδα Τά  νέα  τού  Ε λληνικού  Ιανουάριος  2009]
                              
==================================================


===================================================================
                                                                
                                 O  k....KANAKΑΡΗΣ

               Επρεπε  πρό  πολλού,  νά  σάς  είχα  συστήσει  τόν  κ.  Κανακάρη!  Τό  ανέβαλα  ομως  κάθε  φορά!  Ειναι  δυνατόν  νά  μήν  γνωρίζουνε  τόν  κ.  Κανακάρη;  Αδύνατον εσκεφτόμουν !  Διότι  ο  κ.  Κανακάρης  ειναι  πασίγνωστος.  Ολοι  τόν  γνωρίζουν , ειναι ...δαχτυλοδειχτούμενος  καί  ειναι  ο  αγαπημένος  καί  χαιδεμένος  πρωτότοκος  γυιός  τής  οικογένειας.  Ειναι  εκείνος,  πού  εχει .... καταβρέξει  καί  χοροπηδήσει  περισότερο  από  ολους   επάνω  στά  γόνατα τής  μάνας  καί  τής  γιαγιάς  καί  εχει  μεγαλώσει  μέ  παινέματα,  τραγούδια  καί  ταχταρίσματα.  Μερικές  φορές  ομως , ειναι  καί  ο  κακομαθημένος.    Αλλά  ας  τό  αφήσουμε  αυτό ,γιατί  ετσι  καί  αλλοιώς, ειναι  πάντοτε  ο  σκανδαλωδώς  ευνοημένος,  κατά  τό  οικογενειακό  εθιμο  κυρίως  τών  νησιών  μας.  Εκείνος  πού  εχει  περισσότερο  κάθε  αλλου,  τήν  ευνοια καί  τήν  εγνοια , αφού  καί  ειδικό τραγούδι  εχει  γραφτεί  γιά  τήν ...εξοχότητά  του.  Μαρε  γυιέ ,  μάρε γυιέ , μάρε  γυιέ  μου  κανακάρη , ποιά   γυναί, ποιά  γυναί,  ποιά  γυναίκα  θά  σέ  πάρει,  ποιά  γυναί ..!    Ειναι  ο  τυχερός  απόγονος  εκείνος,πού  εδινε  τήν  ευκαιρεία  στούς  γονείς  καί  στούς  παππούδες  ,νά  εκδηλώσουν  τά  ρατσιστικά  τους  αισθήματα , σέ  βάρος  τών  αλλων  παιδιών  τής  ιδιας  οικογένειας,  πού  θά  ακολουθούσαν .              Γιατί  σάν  πρωτότοκος,  ητανε  προνομιούχος  καί  επαιρνε  ..δικαιωματικά  ολη  τήν  περιουσία  τού  πατέρα  του,  εννοείται οτι  αντίστοιχα  δικαιώματα  ειχε  καί  η  πρωτότοκη  κόρη  ,  η  κανακάρισα,  η  οποία  επαιρνε οληγ  τήν  περιουσία  τής  μάνας  της. Τά  υπόλοιπα  αδέλφια  δέν  ειχανε  κανένα  δικαίωμα,  παρά  μόνο  υποχρέωση,  νά  υπηρετούνε  καί  νά  συμμορφώνονται  στίς  εντολές  τών  πρωτότοκων.  Τό  λέει  αλλωστε  καί  η  παροιμία  ,,τόνα  καλό  παιδί  τάλλο  γαμώ  τήν  μάνα  του !  Οταν  δέ  ετύχαινε  -πράγμα  σπάνιο  αλλά  συνέβαινε -νά  εχει  τό  ονομα  τού  παππού  αλλά  καί  τού  παππού  τής  νύφης, τότε  ητανε  πού  γινότανε  ...διπλοκανακάρης  καί  στήν  κυριολεξία  εσάρωνε  καί  επαιρνε  μερίδιο  καί  από  τήν  περιουσία  τής  νύφης..  Πάντοτε  κατά  τό  εθιμο,  ο  κανακάρης  επρεπε  νά  ζευγαρώσει  μέ  κανακάρισα καί  τό  αντίθετο,η  κανακάρισα  επρεπε  νά  πάρει  κανακάρη.  Οτι  ακριβώς  γινότανε  καί  μέ  τούς  γαλαζοαίματους,  πρίγκηπες  καί  βασιλείς. Τό  σόι  πήγαινε  βασίλειο,  γιά  νά  μήν  χαθεί  ο  σπόρος!  Εάν  αυτό  δέν ητανε  δυνατόν   τότε  ο  κανακάρης  καί  η  κανακάρισα  εμεναν  γεροντοπαλίκαρα   η  γεροντοκόρες αντίστοιχα.
  Σέ  περίπτωση   πού  παραβίαζαν  τό  εθιμο  καί  αποφάσιζαν  - καλά  καί  σώνει-  να΄ παντρευτούν  αλλον  η  αλλη  , μπορούσαν  νά  τό  κάνουν  βέβαια  οχι  ομως  χωρίς  συνέπειες.  Τότε  εχαναν  τήν...αξιοπρέπειά  τους,  διότι  αυτό  εθεωρείτο  υποτιμητικό  καί  ητανε  ξεπεσμός  στά  μάτια  τής  κοινωνίας.  Τώρα,  εάν  ο  κανακάρης -ελάχαινε καί  οχι  σπάνια -νά  ητανε  αυτό  πού  ελέγαμε  στήν  αρχή  νά  ειναι  λίγο  κακομαθημένος  , ρέμπελος  η  οτι  αλλο ,η  ή  κανακάρισα  ητανε...πομπεμένη,  αυτό  δέν  ειχε  καί  καμμία  μεγάλη  αξία.  Αρκούσε  καί  τό  πάν  ητανε  νά  ειναι  κανακάρης  η  κανακάρισα!  Ελληνική  επαρχία, ηθη  καί  εθιμα  ,οχι  σέ  πολύ  μακρινές  εποχές.                                                              ΛΕΩΝΙΔΑΣ  Η . ΑΝΔΡΙΑΝΟΣ  (                          πρωτοδημοσιέυτηκε  στήν  εφημερίδα  Η  ΠΟΛΗ  ΜΑΣ   Δεκέμβριος  2013)




  ΒΗΜΑ  ΤΟ  ΒΗΜΑ  ΣΤΟ  ΔΙΚΟ  ΤΟΥ  ΤΟ  ΒΗΜΑ 
 Β
      Από  τό  φινιστρίνι  τού  αεροπλάνου  αρχίζουν  νά  αχνοφαίνονται  τά  εδάφη  τού  Ισραήλ , καί  ακόμα  δέν  μπορώ  νά  πιστέψω,  οτι  σέ  λίγο  θά  πατάω  τά  χώματα  τής  πολύπαθης, τής  αγίας ,τής  θεοβάδιστης , καί  σήμερα  σκλαβωμένης  καί  κατεχόμενης  από  τόν  Ισραηλινό  στρατό,  γής  τής  Παλαιστίνης.  Τό  ταξίδι  πού  προγραμάτισα, ειναι  πλέον  πραγματικότητα,  οταν   εφθασα  στήν  Ιερουσαλήμ,τήν  πόλη  τής  αγάπης  καί  τού  μίσους,  τών  μύθων  καί  τών  θρύλων.  Τήν  πόλη  τών  συνθέσεων  καί  τών αντιθέσεων, τών  συγκρούσεων  καί  τών  αντικρούσεων, πού  περικλείονται  μέσα  στά  πανύψηλα  παλαιά  τείχη  τής  θεοβάδιστης  γής  μέ  τήν  εντονότατη  παρουσία  τού  Ελληνορθόδοξου Πατριαρχείου  απομεινάρι  τής  δράσης  τής  Αγίας  Ελένης,πού  μάς  κληρονόμησε  τόν  ελεγχο  ολων  τών  ιερών  προσκυνημάτων.
        Η  αγωνία  ειναι  πολύ  μεγάλη, γιά  νά  βιώσω  τη΄ μυσταγωγική  ατμόσφαιρα  τής  Ιερουσαλήμ,  καθώς  ακολουθώντας  τήν  θρησκευτική  πομπή από  τό  Πραιτωριο,  τήν  φυλακή  τού  Ιησού  Χριστού,  καί  τών  συγκαταδίκων  του  ληστών, πεζοπορώντας  τό  πλακόστρωτο  τής  Βία  Ντολορόζα  ( οδός  τού  μαρτυρίου ) βλέποντας  τήν  αναπαράσταση  τής  πορείας  Εκείνου,  μέ  πρώτη  στάση, στό  αποτύπωμα  τής  παλάμης  του  οταν  κουρασμένος  πλέον,παραδίδει  τόν  Σταυρό  Του  στόν  Σίμωνα  τόν  Κυρηναίο.
          Βήμα  τό  βήμα , στό  δικό  Του  τό  βήμα,φθάνω  μέχρι  τόν  λόφο  τού  Γολγοθά ,καί  δέν  πιστεύω  στά  μάτια  μου,  βλέποντας  τόν  σχισμένο  βράχο, καθώς  καί  τό  σημειο  οπου  ειχαν  στηθεί  οι  τρείς  σταυροί, τής  μαρτυρικής  σταύρωσις  Εκεινου.  Καί  δέν  μπορώ  νά  μετρήσω   τό  πλήθος  τών  πιστών,  καθώς  συνωστίζεται  πεσμένο  στά  γόνατα, προσκυνώντας    τήν  αγια  πλάκα  τής  αποκαθήλωσις. μέ  τίς  αμέτρητες  καντήλες, προετοιμαζόμενο υπομονετικά,γιά  νά  φτάσει  στό  αγιο  κουβούκλιο ,καί  νά  προσκυνήσει  τόν  μυροβόλο  Πανάγιο Τάφο τού  Ιησού  Χριστού..Τό  θρησκευτικό  συναίσθημα  καί  δέος  δέν  περιγράφεται,  καθώς  στέκομαι  μπροστά  στό  σημείο  τής  ευρεσις  τού  Τιμίου  Σταυρού,καί  δέν  χορταίνω  νά  βλέπω  καί  νά  θαυμάζω  ,τά  τόσα  ιερά  προσκυνήματα  ,  πού  υπάρχουν  μέσα  στόν ιερό  χώρο  τού  Πανάγιου  Τάφου.  Μέ  τό  ηχολόγημα  από  τίς  καμπάνες  τού  Πανάγιου  Τάφου, πού  ακούγονται  σέ  ολη  τήν  Ιερουσαλήμ, καί  υστερα  τήν  προσευχή  τού  Μουεζίνη  από  τόν  κοντινό  μιναρέ,  εκλεισε  η  πρώτη  ημέρα . Εδώ  η  συνύπαρξη  μεταξύ  τών  διαφόρων  θρησκειών, ειναι απόλυτη  καί  σεβαστή  από  ολους.
            Τό  πρόγραμμα  τής  αλλης  ημέρας,  περιλαμβάνει  πλήθος  μοναστηριών  στήν  Βηθανία,  στό  σπίτι  τού  Λαζάρου,  στό  Σαραντάριο  Ορος.στό  φρέαρ  τού  Ιακώβ  καί  τής  Σαμαρείτιδος,  καί  καταλήγει  γιά  μιά  ανάσα,  στήν  οαση  τής  απέραντης  ερήμου τής  Ιεριχούς.  Διάσπαρτη,  ειναι  η  γή  τής  Παλαιστίνης,από  Ελληνικά  μοναστήρια.  Περισότερα  από  εβδομήντα,  κατά  τήν  εκτίμηση τού  ξεναγού  μας, καί  θείο  δέος σέ  κυριεύει,  βλέποντας  μέσα  στήν  αφιλόξενη  ερημο, νά  κυματίζει  η  Ελληνική  σημαία , αγκαλιασμένη  μέ  τήν σταυροκόκινη  τού  Ελληνορθόδοξου  Πατριαρχείου. Ενδιαφέρον  μεγάλο  καί  συγκίνηση, προκαλεί  η  γή  τής  Βηθλεέμ, οπου  τό  σπήλαιο  τής  θείας  γέννησις  τού  Κυρίου ημών  Ιησού  Χριστού,  οι  τάφοι  τών  ποιμένων,καί  τών  Μάγων. Η  περίφημη  μονή  - αβατο  γιά  τής  γυναίκες -τού  Αγιου  Σάββα  τού  ηγιασμένου, πού  μάς  καταπλήσει ,αφού  εχουμε  αφήσει  πίσω  μας ,τά  πάμφτωχα  χωριά  τής  Παλαιστίνης.  Πώς  μπορείς  ομως,νά  μήν  συγκινηθείς, καί  από  τήν  γή  τής  Γαλιλαίας,καθώς  προσκυνάμε  τό  σπίτι  τής  Θεοτόκου  Μαρίας  στήν  Ναζαρέτ,στήν  Κανά, καί  τό  ανέβασμα  στό  Ορος  Θαβώρ  τής  Μεταμορφώσεως.  Τήν  βαρκάδα,στήν  λίμνη  τής  Τιβεριάδος, τήν  λίμνη  τών  ψαράδων  μαθητών  τού  Χριστού  Προσπεράσμε  τήν  ερειπωμένη  Καπερναούμ,καί  συνταξιδέψαμε  πλάϊ-πλάϊ  μέ  τόν  θολωμένο  Ιορδάνη  ποταμό,  εχοντας  αριστερά  μας τά  βουνά  τής Ιορδανίας  καί  τά  περίφημα  υψώματα  τού  Γκολάν  τής  Συρίας. Μία  πρώτη  υποχρεωτική  στάση  από  τόν  Ισραηλινό  στρατό , καί  ενας  πολύ  αυστηρός  ελεγχος  γιά  νά  φτάσουμε  στό  σημείο  τής  βάπτισης  τού  Ιησού  Χριστού, περνώντας  σύριζα, δεξιά  καί  αριστερά  από  τό  Εβραϊκό  ναρκοπέδιο  Καί  τήν  αλλη  ημέρα, διασχίζοντας  τόν  κακοτράχαλο  δρόμο  τής  ορεινής  Σαμάρειας , σέ  λίγο  κατεβαίνουμε  στήν  ευφορη  (πραγματική )  γή  τής  επαγγελίας.  Περνώντας  από  τό  μικρό  χωριό  Μάγδαλα .πατρίδα  τής  Μαρίας  τής  Μαγδαληνής, οπου  κάνουμε  τήν  δεύτερη  υποχρεωτική  στάση, καί  δεχόμαστε  καί  πάλι,  τόν  ελεγχο τού  εβραϊκού  στρατού, γιά  νά  περάσουμε  τό  φυλάκειο  πού  μάς  κόβει καταμεσίς  τόν  δρόμο  μας.  Δίπλα  μας,  δεξιά  μας καί  αριστερά  μας,  ορθώνεται  τό  τσιμεντένιο  τείχος,  μέ  τό  αγκαθωτό  συρματόπλεγμα, τά  ψηλά  φυλάκεια, καί  τίς  κάμερες  πού  μάς  παρακολουθούνε  σέ  ολη  τήν  διαδρομή.  ενώ  μάς  σκοπεύουνε  τά  εβραϊκά  πολυβόλα.
               Τό  πρωϊνό  τής  αλλης  τής  τελευταίας  ημέρας τού  εξαήμερου  αυτού  προσκυνήματος ειναι  αφιερωμένο  στήν  θεία  λειτουργία, χοροστατούντος  τού  Ελληνορθόδοξου Πατριάρχη  στόν  Πανάγιο  Τάφο,καί  ενα  σύντομο καφέ, στήν  αίθουσα  υποδοχής  τού  Πατριαρχείου. σειρά  τώρα  εχει τό  προσκύνημα στόν  Τάφο  τής  Παναγίας,  καί  τών  γονέων  της Ιωακείμ  καί  Αννης, στόν  τάφο  τού  πρωτομάρτυρα Αγίου  Στεφάνου,  στό  Ορος τών  Ελαιών, καί  στόν  κήπο  τής  Γεσθημανής. Μιά  ριπή  πολυβόλου  οπλου  καί  ανθρώπινα  ουρλιαχτά,  διακόπτουν  γιά  λίγο,γιά - πολύ λίγο - τήν  ομιλία  τού  ξεναγού  μας. Στήν  στιγμή  διαδίδεται  οτι  ..Εβραίοι  στρατιώτες, εσκότωσαν  ενα  νεαρό  Παλαιστίνιο !  Ααα  καλά ειπε  ο  ξεναγός  μας, καί  συνέχισε  τήν  ξενάγηση,σάν  νά  μήν  συνέβαινε  τίποτα , αλλά  ποιός  τόν  ακουγε  από  εκεί  καί  υστερα. Συνηθισμένα  πράγματα  εψιθύρισε  μήν  δίνεται  σημασία!!!!! Καί  εμείς,  πατάγαμε τήν  θεοβάδιστη  γή  τής  Παλαιστίνης  . Τήν  γή  τής  αγάπης  καί  τής ....ειρήνης!!    Του  πόνου  καί  τής  οδύνης   Βήμα  τό  βήμα στό  δικό  του  τό  βήμα  
                                                                                                       
             
 
        (πρωτοδημοσιεύτηκε  στήν  εφημερίδα  ΑΡΚΑΔΙΚΟΙ  ΟΡΙΖΟΝΤΕΣ    Απρίλιος  2013 )

                                                                      ΛΕΩΝΙΔΑΣ  Η . ΑΝΔΡΙΑΝΟΣ                                                                                 

=========================================================================

              ΔΟΞΑ  ΣΟΙ  ΤΩ  ΔΕΙΞΑΝΤΙ  ΤΟ  ΦΩΣ

  Τό  χωριο δέν  ειναι   Αθήνα. Μεγάλο  χωνευτήρι  η  πρωτεύουσα . Αποξενώνει φίλους , χωριανούς , αδέλφια . Σπάνια συναντιώνται, πού καί πού στόν δρόμο . Αντε  καί  σέ  κανα μνημόσυνο η γάμο .Βιαστικά !! Γειά  σου , τί  κάνεις , καλά  εσύ ;!!  Τρείς  λέξεις αυτό  ητανε  ολο . Καί τρέχουνε .Από εδώ  σκαπετάει ο  ενας  απ' εκεί  ο  αλλος . Αυτά  στήν  Αθήνα . Στό  χωριό  ομως  οχι . Στό χωριό , οπως καί νά εχει , τήν Κυριακή στήν εκκλησία . Ολοι παρόντες .Συνηθισμένοι , αλλά  καί  απαλαγμένοι  από  αλλες  υποχρεώσεις , νοιώθουνε  τήν  ανάγκη καί δίνουνε τό παρόν .Στήν απλή λειτουργία πού γίνεται . Χωρίς πολυτέλειες . Χωρίς επισημότητες . Μαζεύονται  σιγά-σιγά ανάβουν τό κεράκι τους , καί παίρνουν τήν θέση τους στό στασίδι .

          Και  προχωράει η λειτουργία ,καί  φτάνει η δοξολογία . Δόξα  σοι  τώ δείξαντι τό φώς  !! Ψέλνουνε  πρώτα οι ψαλτάδες , καί  από  κοντά ο κόσμος . Ολοι μαζί . Μέ  μιά φωνή  . Βουϊζει η εκκλησιά  πνιγμένη στό λιβάνι  , απ΄ τόν καπνό τού θυμιατού . Ο  παπα-Γιώργης ορθια κολώνα , στήν ωραία πύλη ισια με πού  χωράει  σέ  συτή . Πανυγηρικά  βαράνε οι  καμπάνες. Τά τσιροπούλια  στίς  ακακίες βοηθάνε  καίθ  αυτά.  Δόξα  σοι  τώ δείξαντι τό ψώς  !!  Ο  ηλιος που  ξαγνάντισε  από  τόν  Κούμπλο , χρωματισμένος  από τά  τζάμια τού  κουμπέ , χρωματίζει  καί  αυτός  τόν καπνό  πού  ανεβαίνει . Κόκκινο , πράσινο , κίτρινο μπλέ  !! Ο  πολυέλαιος  κατάφωτος καμαρώνει . Μά  ο  Θοδωρής  ο  Καραμάνης  τού χαλάει  τήν ησυχία .. Ενα  δυνατό σκούντημα  τόν  πάει  πέρα-δώθε .
        Καί  ολοι  μαζί ψέλνουνε .Ψαλτάδες καί  χωριανοί . Μέ  δυνατή φωνή  , ολοι  μαζί . Τά  ξέρουνε τά λόγια .  ΔΟΞΑ  ΣΟΙ  ΤΩ  ΔΕΙΞΑΝΤΙ ΤΟ ΦΩΣ. 
                                                                                  ΛΕΩΝΙΔΑΣ  Η. ΑΝΔΡΙΑΝΟΣ .
                     ( εδημοσιεύτηκε στά ΝΕΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ     Αυγουστος  1993 )




                                Ο   κύρ -  Βασίλης 

Πολλοί  μά  πάρα  πολλοί ,ησαντε  οι  παλιοί  τύποι  τού  χωριού  μας .Καί  ο  καθένας  τους - θεός  συγχωρέστους -καί  ο  καθένας  τους , ειχε  τόν  τύπο  του , τόν  δικό  του  τόν  τύπο . Ολοι  τους  ωραίοι  , καί  δυστυχώς  ανεπανάληπτοι , αφού  περάσανε  καί  φύγανε - καί  πράγμα  περίεργο -δέν  βρέθηκε  κανείς  μά  κανείς  , από  εμάς  τούς  νεώτερους -λές  καί  μάς  μούντζωσαν - νά  σταθεί  στό  πόδι  τους , καθιερώνοντας  τόν  δικό  του  τύπο. Αν  πρέπει  νά..τσιτωθώ . νά  ειπώ  ενα-δυό  ονόματα  σημερινά , μάλλον  αρνητικά  θά  ειναι  παρά  θετικά .
                 Σήμερα  οι  ανθρωποι,  εχουν  χάσει  τήν  αισθηση  τού  χιούμορ , τής  πλάκας , τού  καλαμπουριού.  Η ψυχρότητα , τό  ακριβό ρολόϊ ,  η  φαρδειά  γραβάτα ,  τό ...κουνιστό , ναί  τό  κουνισό  τηλέφωνο , καί  μιά  αδιόρατη  περίεργη  καί  αδικαιόλογητη  θά  ελεγα  κακία , εχουνε  κυριαρχήσει , καί  παραχωρήσει  τήν  θέση  τους  , στήν  αλλοτε  καλοκάγαθη  καί  ευθυμη  διάθεση  τών  προγόνων  μας .  Καί  αν  κάποιος  τολμήσει  , νά  σπάσει  αυτό  τό  καθεστώς , νά  μιμηθεί , η  εστω  βρέ  αδερφέ  νά  παρουσιάσει  τόν  δικό  του  τόν  τύπο , αμέσως  πέφτει  στήν  παγερή  υποδοχή  τών  γύρω  του .Οι  κοφτές , οι  λοξές , καί  οι  παγερές  μτιές  τους , αποθαρύνουν  τόν  οιονδήποτε .  Καί  ο  ανθρωπος  λουμώνει , τηράει , γύρω  του , καί αει στά  κομάτια , ,πάει  στήν  δουλειά  του .Τόν  παλιό  τόν  καιρό , υπήρχαν  οι  χωρατατζήδες, οι  γκαφαδόροι , οι  αφελείς , οι  πονηροί , τά  πειραχτήρια , οι  πολύξεροι , οι  ταξιδεμένοι , ..οι...οι ! Καί  ολοι  τους  , μά  ολοι  τους , εχανε  κατι  νά  ειπούν , κάτι  νά  θυμηθούν  από  τήν  ζήση  τους  , καί μολογάγανε  διάφορες  ιστορίες , πότε  αληθινές  καί  πότε ...μουσαντένιες , πού  τίς  επλαθαν  καί  τίς  συνταίριαζαν , οπου  καί  σέ  οποιον   ταίριαζαν . Ξεσυνεριζόσαντε , οι  μακαρίτες ο  ενας  τόν  αλλονε , καί  βάνανε  εννοια , τί  φάρσα  θά  σκαρώνανε  στόν  διπλανό  τους , γιά  νά  τόν  πειράξουν , γιά  νά  γελάσουν  καί  νά  χασκαρίσουν.   Τό  .κογιονάρισμα ,  πήγαινε...γόνα,    καί  τελειωμό  δέν  ειχε , χωρίς  κακία , παρά  μόνο  γιά  τό  γέλιο , τήν  ευθυμία  καί  παρεξήγηση  μεδέν. 
            Σημαντική  καί  ξεχωριστή  - πρέπει  νά  τό  ειπώ -θέση  ανάμεσά  τους , ειχε  καί  ο  κύρ-Βασίλης ο Κόνιαρης  , ο καί  Μαλέας ονομαζόμενος .παρατσούκλι , πού  καί  ο  ιδιος ειχε  αποδεχτεί , σέ  αντίθεση   μέ  αλλους  πού  ενοχλούντο  καί .....σηκώνανε  μαγκούρα  !!   Καλιεργημένος καί  περπατημένος , νεωτεριστής  στήν  αντίληψη , μέ  ενα  αέρα  αλλοιώτικο ,  πού  σού  εκοβε  τήν  διάθεση  νά  τόν  φωνάξεις ...μπάρμπα, ητανε  ο  μόνος  πού  μάς  ειχε  επιβάλει  τήν  προσφώνηση τού  κύρ- Βασίλη . Συνταξιούχος  σιδηροδρομικός , ανθρωπος  τής  πιάτσας , τής  πλάκας , τής  φάρσας , καί  ζώντας  πολλά  χρόνια  στήν  Αθήνα τότε  πού  κατά  τά  λεγόμενά  του ,δένανε  τά  σκυλιά  μέ  τά  λουκάνικα , γύρισε , καί  εγκαταστάθηκε  στό  χωριό  μας  φέρνοντας μαζί  του , καί  μία  τερράστια  εμπειρία  από  γνώσεις , ιστορίες , πού  μέ  μεγάλη  μαεστρία ελεγε  καί  ξανάλεγε , πότε  μισές  πότε  ολόκληρες , καί  πότε  λίγο-λίγο  ετσι  γιά  νά  μάς  κάνει  νά  κρεμόμαστε  από  τά  χείλη  του , γιά  νά  ακούσουμε τά παρακάτου.    Η  αγαπημένη  του  ομως  ιστορία , πού  ελεγε  καί  ξανάλεγε γελωντας  καί  ο  ιδιος  μέ  τό  πάθημά  του , ητανε οταν  κάποτε  πήγε  στό  λιβάδι  του , γιά  νά  μάσει  κάτι  θεριστάπιδα .  
               Αφού  τέλειωσε  τήν  δουλειά  του , φόρτωσε  τά  θεριστάπιδα  καί  πήρε  τό πισάχναρο , τραβώντας  τήν  γαϊδούρα  σέ  μιά  μάντρα  γιά  νά  καβαλικέψει . Η  μαγκούφα    η  γαϊδούρα  ομως  μετακινήθηκε  καί  ο  κύρ-Βασίλης  βρέθηκε  από  τήν  αλλη  μεριά  φαρδιά-πλατιά  ξαπλωμένος επάνω  στά παλιούρια .  Καί  νά  σκεφτείτε  παιδιά  μάς  ελεγε  γελώντας ... οτι  εγώ  πήδαγα  καί  ανεβοκατέβαινα  από  τό  τραίνο  πού  ετρεχε  μέ  πενήντα-εξήντα   χιλιόμετρα  καί  ποτέ  μου  δέν  ειχα  πέσει !!!  Ο  κύρ-Βασίλης , οργάνωσε  καί  διατηρούσε  μέχρι  τά  τελευταία  του τό  γνωστό  καφφενείο  .. τού  Μαλέα  κάτω  από  τόν  μεγάλο  πλάτανο , καί  ητανε  υπόδειγμα  καί  πρότυπο  παθιασμένου  επαγγελματία . Τόν  θυμάμαι, καθώς  φορώντας  τήν  ασπρη  μακρυά καί  παστρικιά   ποδιά  του , νά  σκουπίζει  τόν  χώρο  τού  καφφενείου  αλλά  καί  πέρα  από  αυτό , μαζεύοντας  τά αφθονα  πλατανόφυλλα  από  τό  αυλάκι  τής  βρύσης , καί  νά  τούς  βάνει  φωτιά  μέ  τό τσιακουμάκι του  Τό  συχνό  κατάβρεγμα  τού  τσιμεντου πού  δημιουργούσε μία ευχάριστη  δροσιά τό  μεσημέρι , καί  πού  πράγματι  , ενα  καφεδάκι  από  τά  επιδέξια  χέρια  του , ητανε  μία  πραγματική  απόλαυση , καί  δέν  σού  εκανε  καρδιά  νά  ξεκολήσεις  από  τήν  καρέκλα  σου.
          Καί  τότε  ητανε  πού ...παλιόπαιδα  εμείς , κάναμε  κατάληψη  στίς  καρέκλες . Τεντωνόμαστε  φαρδειά-πλατειά  σέ  δαύτες καί  τού  κύρ-Βασίλη  τού  τήν  εδινε !! Γιατί  ο  κύρ-Βασίλης , αγάπαγε  τά  παιδιά , αλλά  δέν  ειχε  μόνο  τίς  ιστορίες  καί τά  καλαμπούρια  του . Ειχε  καί  τά ...νευράκια  του , πού  τό  εδειχνε  , βγάζοντας   σκουπίζοντας καί  ξανασκουπίζοντας  τά  ματογυάλια  του  . Ετσι  λοιπόν  γιά  νά  απαλαγεί  από  τήν  δική  μας  ενοχλητική παρουσία , στήν  καλίτερη  περίπτωση μάς κατάβρεχε , καί  εμείς σκορπάγαμε  δώθε-κείθε , γιά  νά  ξαναγυρίσουμε  σέ  λίγο . Αλλά  δέν  ητανε  μόνο  αυτό.  Μάς  δήλωνε  σοβαρά-σοβαρά  , καί  εμείς  τό χάβαμε , οτι  αγόραζε  τσιντζίρια  καί  μπουρμπούνια ..   Ναί  τσιντζίρια  καί  μπουρμπούνια !!  Ξαμολιόμαστε  καί  εμείς σιαπέρα  στίς  λάκκες , καί  μαζεύαμε  οσα  μπορούσαμε . Μιά  καραμέλα  τά  σερνικά,  δυό  καραμέλες  τά  θυληκά . Κάποτε  μάς  ελεγε  οτι  αγοράζει  καί  χελώνες.  Ναί  καί  χελώνες !!
               Καί  νά  ηθελα  νά  τό  ξεχάσω , δέν  μπορώ  παρά  νά  θυμηθώ μιά  μαγκούφα   παλιοχελώνα  δύο-δυόμιση  οκάδες, πού  ξεπλατίστηκα , μού  πέσανε  τά  λαγαρά  μου  , νά  τήν κουβαλήσω  παραμάσχαλα  τό  νταλαμεσήμερο , ξυπόλητος καί  λαχανιάζοντας  από  τή  Ρόζενα  ελπίζοντας νά  πάρω  ενα  τόπι , πού  ποτέ  μου  δέν  πήρα !! Παράλληλα  μέ  τό  καφφενείο , ο  κύρ-Βασίλης , διατηρούσε καί  ψιλικαντζίδικο , πού  μέσα  στίς  μεγάλες  μόστρες του , ειχανε  χωρέσει ολου  τού  κόσμου  τά  καλούδια , καί  ειχανε  ειδεί  τά  ονειρά  τους  , ολα  τά  παδιά τού  χωριού .  Καί  ποιός  δέν  κόλησε  τήν  μύτη  του  στό  τζάμι  τής  μόστρας , θαυμάζοντας  καί  λιγουρέύοντας  τά  μπιχλιμπίδια  της . Καί  τί  δέν  πούλαγε  ο  μακαρίτης  !! Φακούς  , στήλες , γλομπάκια , καραμούντζες , τράκα-τρούκες , σιουρίχτρες , παραμάνες , στεκάκια , λαμπόγυαλα , εμπλαστρα , κόπιτσες , λουλάκι , κάντιο , στύψη , καζαμίες , στραγάλια , μέχρι  καί  καραμέλες Τσάρλεστον , από  τίς  μαλακές .  Ανήσυχος , προοδευτικός  επαγγελματίας , ητανε  ο  πρώτος  πού  εφερε  στό  χωριό , τό  ραδιόφωνο .Ενα  μεγάλο τετράγωνο  γυαλισμένο  κουτί . Ακούγαμε  καί  εμείς γιά  πρώτη  φορά - από  εκείνο  τό  κουτί  ειδήσεις  καί  τραγούδια ,  καί  πέρασαν μήνες  ολάκεροι  γιά  νά  καταλάβουμε , - εμείς  τά  κουτορνίθια -οτι  εφτούνο  εφτού   μίλαγε  μόνο  του , καί  δέν  ητανε  μέσα  του  κρυμένος  ανθρωπος .,  κάτι  πού  οι  πιό  εξυπνοι  τό  εκατάλαβαν  κιόλας  από  τόν  πρώτο  μήνα !!
               Οργάνωσε  τό  πρακτορείο τών  λεωφορείων  , καί  συνέβαλε  στήν  επικοινωνία  τού  χωριού  μας  μέ  τήν  Μεγαλόπολη  καί  στερνά ,  μέ  τήν  Αθήνα . Αλληλογραφούσε , καί  ητανε  ο  ανταποκριτής τού  χωριού  μας  μέ  τήν  εφημερίδα η  Φωνή  τής  Γορτυνίας , μέ  τό  διακριτικό  Β.Ι.Κ . Aλλά  καί  τίς  εφημερίδες  πρακτόρευε  ο  κύρ-Βασίλης ,  ολες  ομως  κατόπιν  παραγγελίας , γιατί  τότε   λίγοι  εδιάβαζαν.  Δέν  θυμάμαι  πόσο  εκανε  , ο  Ταχυδρόμος  αλλά  ενα  αυγό  σίγουρα . Τό  θυμάμαι  σάν  νά  ειναι  τώρα , γιατί  τό  εδινα , καί  ποτέ  δέν  πήρα  ρέστα . Δάσκαλος στήν  πρέφα  καί  στό...σκαμπίλι , ξέκλευε  λίγο  χρόνο  από  τήν  δουλειά  του , γιά  νά  δώσει  μερικά  μαθήματα , κατά  πώς  ελεγε  γελώντας , καί κλείνοντας πονηρά  τό  μάτι . Ο μακαρίτης  ο  κύρ-Βασίλης , η  μοίρα  τόφερε  νά  ειναι  τό  πρώτο αφεντικό  μου, οταν  κάποιο  καλοκαίρι μετά  τό  σχολείο , δούλεψα  γκαρσόνι στό  καφφενείο  του  γιά  κανα  μήνα , παίρνοντας  από  τά  χέρια  του τόν  πρώτο  μου  μισθό ,  ενα  ολόκληρο  10άρικο  δραχμές , τό  οποίο  ητανε  η  προίκα  μου  γιά  νά  δώσω  εξετάσεις  καί  νά  μπώ  στό  Γυμνάσιο  τής  Δημητσάνας . Καί  τό  10ρικο δέν  φτούρισε , καί  δέν  μούμεινε  τίποτα  , παρά  μόνο  η  ορμήνεια  του  , οτι  η  δουλειά  δέν  ειναι  ντροπή .
                Προσπάθησα  νά  παρουσιάσω  τόν  κύρ-Βασίλη , οσο  μπορούσα  καλίτερα , ετσι  οπως εγώ  τόν  γνώρισα , ετσι  οπως  εγώ  τόν  ...φωτογράφισα  καί  τόν  εχω  μέσα στό  μυαλό  μου . Λίγα  εγραψα  καί  περισότερα  ξέχασα  !!Δέν  ξέρω  αν  τά  κατάφερα , οσο  καλά  θά  επρεπε, καί  αν γιά  τίς  παραλείψεις  μου πρέπει  νά  σάς  ζητήσω  συγνώμη . Συγνώμη ομως  πρέπει νά  ζητήσω  από  τόν  ιδιο  καί  τήν  μνήμη  του , γιά  τήν κουτουράδα    πού  εκανα  πιστεύοντας  ο   αφελής  , οτι  μπορώ  μέ  τόσες  λίγες , καί  τόσο  φτωχές  γραμμές  νά  ιστορήσω   , τήν  ιστορία  τού  κύρ-Βασίλη τού  Κόνιαρη !!


                                                     ΛΕΩΝΙΔΑΣ  Η. ΑΝΔΡΙΑΝΟΣ 
    (  εδημοσιεύτηκε  στά  ΝΕΑ  ΤΟΥ  ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ  τόν  Μάρτιο  τού  1998 )

(  οι  λέξεις  μέ  τό  κόκκινο  ειναι  η....γνήσια   Μουλατσέϊκη  τοπική  διάλεκτος  πού  μιλάγανε  οι  γονείς  καί  οι  παππούδες  μας )


           
            ΣΚΟΡΔΑΛΙΑ...ΧΩΡΙΑΤΙΚΗ...!!!



Τήν ησυχία της, ειχε η Γεωργία στό σπιτάκι της. Τίς ελλειπαν, - μά ουτε πού  τήν εννοιαζε - τά πολλά τά φτιασίδια, τά πλούσια μπιχλιμπίδια, τά καλά ντυσίματα. Τίς ελειπαν - μά ουτε πού τήν εννοιαζε - τά γλέντια , οι διασκεδάσεις, και  τά σούρτα φέρτα. Εφτανε τό πανηγύρι τ' Αγιαννιού, γιά νά βγάλει τό αχτι της, καί νά ευχαριστηθεί  χορό γιά ενα χρόνο. Ολα τά παραπάνω τίς ελειπαν -- μά ουτε πού τήν εννοιαζε - γιατί ειχε καί τίς εφτανε, καί τίς περίσσευε, οι τρείς κόρες της, καί τό στερνοπούλι της ο γυιός της, τέσσερα ζωή νάχουνε!!
-Ητανε βλέπεις καρπερή , καί τό παιδί τόπιανε μέ τήν...μυρουδιά , ακόμα καί τό σακκάκι του, αν τίς εριχνε ο ανδρας της στήν πλάτη της, εγκυος θά εμενε .Τόχε καϋμό νά τού κάνει τό γυιό,καί αυτή και ο ανδρας της. Κάθε φορά πού  απλωνε τά ρούχα στόν φράχτη, απλωνε φουστάνι,φουστάνι,κυλότα-κυλότα, καί ξανά φουστάνι-φουστάνι, καί ουτε μιά φορά ετσι γιά δείγμα, ενα σκουτί αγορίστικο. Ετσι τόβαλε σκοπό, καί ευτυχώς μετά τίς τρείς κόρες,- θέλεις από τύχη - θέλεις από εκείνο τό σερνικοβότανο πού πήρε, ηρθε καί τό στερνοπούλι της, τό σερνικό της,καί υστερα από αυτό , εκανε κράτει στό παιδοκόμι, γιατί εκαναν  κράτει καί οι χωριανοί νά πειράζουνε τόν αντρα της.  Ειχε ακόμα καί τίς περίσευε, τό σπιτάκι της, μιά χαμοκέλα πού κληρονόμησε από τήν μάνα της. Ενα μπουλούκι κότες,τά λιγοστά απαραίτητα γιά νά πορεύεται τό καθημερινό της- καί ουτε ποιύ τήν εννοιαζε - γιά μεγαλεία και γιά λούσια. Αλλά κυρίως ειχε, καί τήν ησυχία της, καί εκείνο ητανε πού εφτανε, γιά οσα αλλα τίς ελειπαν.!!
 --Ειχε ομως καί τόν ...προκομένο τόν Γιάννη τόν ανδρα της,π' ανάθεμα τό σόϊ του. Κίνησε γή καί ουρανό γιά νά καταφέρει τούς δικούς της. Λύσιαξε ο προκομένος νά σταθεί γαμπρός πλάϊ της. Γονατιστός τήν παρακάλαγε,γιά νά τρυγήσει τήν ομορφιά της καί τήν φρεσκάδα της Αμέτρητες νύχτες ξενύχτησε, καί πήδηξε τήν μάντρα της,καί αλλες τόσες τόν πήρανε στό κυνήγι τά σκυλιά !! Χιλιους ορκους , καί χίλια τάματα,τίς εκανε νά τήν καταφέρει, καί νά πού τά κατάφερε.  Ανάθεμα τήν ωρα. Ηρθε καί γιά εκείνη η ...στραβοβδομάδα  καί από Γεωργία πού ητανε, τώρα εγινε Γιαννού  η γυναίκα τού Γιάννη;  ..Εχασε τό ονομά της,καί μετά τόν γάμο της, ασπρη ημέρα  εβλεπε μόνο οταν χιόνιζε. Στήν αρχή δέν τίς καλοφάνηκε, αλλά τί νά εκανε ;; Ετσι τό ειχανε στό χωριό!!
-- Ας ειναι κορίτσι μου μήν χολιάς, Δέν πειράζει, τήν συμβούλευε η θεία της η  Μάρω. Αυτό δέν ειναι τίποτα, ας ειναι καλός δουλευτής, καί νοικοκύρης  καί προκομένος, καί ας σέ λένε καί Γιαννού..
--Μά  ελα πού  δέν ητανε ετσι !! Από τόν πρώτο καιρό κιόλας, ο Γιάννης, εδειξε τό ...ποιόν του!! Εκτός πού τήν γκάστρωσε μέ τήν πρώτη, τίποτα αλλο δέν εκανε. Ολο η μέση  μου, καί η μέση μου. ελεγε. Εκανε τάχα μου πώς κούτσαινε, καί ολη τήν ημέρα η στήν ταβέρνα θά μπεκρούλιαζε, η στό καφενείο θά χαρτόπαιζε. Από τό  ενα πρόγκαγε, στό αλλο καρτεριότανε!!  Κάτι δεκαρούλες πού ειχε η Γεωργία  κομπόδεμα ,   φτάσανε  δέν φτάσανε, γιά τόν πρώτο χρόνο. Καί υστερα κάτι προβατάκια, τά πούλησε καί εκείνα, καί δέν ειχανε πού λέει...βραδυάς αλάτι. Μέ κάτι  ψευτομεροκάματα πού εκανε η ιδια, λιγούλι ...μαγέρεμα, κανα χορτάρι από τόν κήπο, καί καμμιά πουλακίδα πού καί πού, κύλαγε καί πέρναγε ο καιρός. Τά τέσσερα παιδιά ηρθανε , αλλά  από τήν Γεωργία, λίγο-λίγο, καί σιγά-σιγά, εφυγε η φρεσκάδα της, καί η ομορφιά της !!  Η στέρηση, η μιζέρια, καί τό ντέρτι της γιά τόν ανεπρόκοπο, τόν αχαϊρευτο τόν ανδρα της, τήν μαραζιάσανε.. Φαινότανε καί ας μήν τό ελεγε!  Τουλάχιστον ειχε τήν ησυχία της, οπως ενόμιζε. Ναί τήν ειχε, αλλά  έχρι πότε;;. Τήν ειχε μέχρι  τότενες  - τό θυμάται καλά - παραμονή τής μεταμόρφωσης, γιατί τήν ημέρα εκείνη, τίς ...συγκολήθηκε δίπλα στό σπίτι της, μία ξένη, καί  μεταμορφώθηκε καί αλλαξε η ζωή της!!
---Ητανε τότενες πού, ενας γείτονάς της, χαμένος σιαπάνου στήν Αθήνα, ηρθε νά παραθερίσει γιά λίγο στό χωριό, καί φεύγοντας αφησε αμανάτι τήν γυναίκα του. Μιά ζουμπουρλούδικη ξανθομάλα, σάν φρέσκος-φρέσκος ξανθός κουραμπιές, πεταχτούλα τού λόγου της, μέ τήν τσιγαρούκλα της,μέ τά φτιασίδια της, μέ τά κραγιόνια της, πότε μέ κάτι φούστες κοντοπίθαμες, πότε μέ κάτι κοντοπαντέλονα, νά φαίνεται ουλο τό κωλομέρι της, καί πότε μέ κάτι μπλούζες σάν ...τσαντιλόπανα, πού νά φαίνοντε τά μαστάρια της, ιδια ξεκαπίστρωτη πού λένε στό χωριό . Εβγαινε κάθε πρωϊ στό χαγιάτι, ρούφαγε τόν καφέ της καί τήν τσιγαρούκλα της, καί φύσαγε τόν καπνό της κατά τήν μεριά τού Γιάννη.  Τήν αλλη  κιόλας ημέρα,επιασε κουβέντα,καί φίλεψε κάτι...γελαντζούρια τά κουτσιούβελα τής Γεωργίας. Μίλησε καί τής Γεωργίας,καί από κοντά καί ο Γιάννης, τάχα μου σοβαρός στήν αρχή, ξεθάρεψε γρήγορα, ξέχασε τήν ταβέρνα,ξέχασε τά χαρτιά, μαζεύτηκε στήν αυλή του, καί ουλια τήν ημέρα ...κορκολογιότανε η ξεκαπίστρωτη, καί χλιμίτραγε ο Γιάννης. Ουτε ντροπή ουτε στόχαση. Ελεγε καί τά αστειάκια της η ξεκαπίσρωτη, εστριβε τό μουστάκι του ο Γιάννης, κσί στρίβανε τά αντερα τής Γεωργίας . Τήν  Γεωργία   τούτα τά καμώματα τήν ζώσανε τά φίδια. Αρχισε λίγο-λίγο νά χάνει τήν υπομονή της καί τήν ησυχία της, . Κάτι χάχάχά, καί κάτι χούχούχού, καί κάτι σούξου- μούξου τού Γιάννη μέ δαύτηνε  ψύλοι στά αυτιά της μπήκανε !!
--Από εκεί  πού ο προκομένος χανότανε,πότε εδω καί πότε εκεί, ειχε τώρα μιά εβδομάδα, πού δέν τό κούνησε ρούπι από τό σπίτι. Ασε πού  αρχισε καί τό ξούρισμα! Ασε πού αρχισε νά πλένει καί τά δόντια του!  Καλά ουλα εφτούνα, αλλά αμα γύρεψε καί καθαρό πουκάμισο, εκεί ητανε πού τήν Γεωργία τήν πήρε καί τήν σήκωσε, καί τίς ηρθε ...ταμπλάς. Δέν τήν χώραγε ο τόπος, σειότανε η γή κάτω από τά πόδια της. Αχρηστος καί αχαϊρευτος ητανε ο Γιάννης, πολύ τού επεφτε, αλλά ελα πού τόν αγάπαγε !! Οτι καί νά εκανε, αντρας της ητανε, πατέρας τών παιδιών της!! Τί δηλαδή θά τόν αφηνε ...πεσκέσι στά χέρια τής ξεκαπίστρωτης ! Ε οχι δά!  Κίνησε νά πάει στήν δασκάλα,στό διπλάνό χωριό. Περνώντας από τόν Αϊ- Θανάση, αναψε τά καντήλια, παρακάλεσε, ...βοήθαμε αγιε μου  καί κάνε νά ξεκουμπιστεί, από εκεί πού ηρθε εφτούνη η ξεκαπίστρωτη, πού ηρθε νά μού μαγαρίσει τό στεφάνι μου. 
-- Καλή κοπέλα η δασκάλα τήν καλοδεχτηκε,  γιατί τήν συμβούλευε   καί τίς ειχε εμπιστοσύνη. Τήν ακουσε μέ προσοχή, εδάκρυσε,καί ενα βάρος εφυγε απόι πάνω της. Προτού  γυρίσει στό χωριό, τήν...σουφάτισε καί λίγο,  τίς εβαλε κοκκινάδι, τίς ...τσάγκλισε τά μαλιά, τήν εκανε κούκλα, μήπως καί τήνε προσέξει ο Γιάννης. Αλά μπάαάά τίποτα! Ο  Γιάννης ξελογιασμένος μέ τήν καινούργια του γειτόνισα, ουτε πού  τίς εδωσε σημασία, ουτε πού τήν πρόσεξε μπίτι.  Κοιμόσαντε στό ιδιο μαξιλάρι, αλλά βλέπανε αλλοιώτικα ονειρα! Οχι τόλίγο φτιασίδι, πού εβαλε η Γεωργία, αλλά καί ανακαίνηση νά εκανε, σημασία πού θά τίς εδινε. Καί οταν ενα βράδυ ακούει τήν ξεκαπίστρωτη νά λέει οτι τό βράδυ θά πάει βόλτα μέ φεγγαράδα, αλλά καί τόν Γιάννη νά  λέει πώς θά πάει νυχτιάτικα στό αμπέλι,κάτι πονηρεύτηκε καί εβαλε σέ εφαρμογή τό σχέδιό της.
-- Εφτιαξε από νωρίς  μία σκορδαλιά,  καυτερή-καυτερήτούρκος  πού λένε, καί περίμενε. Καί οταν ο Γιάννης γύρεψε τό βράδυ, κάτι νά φάει , γιά νά πάει νυχτιάτικα στό αμπέλι τούβαλε μιά μουρχούτα σκορδαλιά, γεμάτη-γεμάτη.  Αμα  τήν ειδε ομως ο Γιάννης, εξύνισε τά μούτρα του, καί εκανε τόν δύσκολο.Δέν εβανε μπουκιά στό στόμα,εκανε πώς δέν πείναγε. Αλλά η Γεωργία τού επεσε  από κοντά,. Φάει χριστιανέ μου,τώρα πείναγες, γιατί δέν τρώς ;; πότε ξεπείνασες ;; Καί ζόρι-ζορινά τόν εβαλε καί  φαρμάκωσε ολη τήν σκορδαλιά πού βρωμοκόπησε  ολο τό σπίτι της. Αφού τόν ...στούπωσε καλά-καλά τόν αφησε νά φύγει, σίγουρη γιά τό πού θά πήγαινε!!. 
--Οχι τίποτα  αλλο,αλλά ετσι, γιά νά εκδικηθεί τήν ξεκαπίστρωτη , πού εκτός από τήν εξοχή, τόν νυχτερινό περίπατο,τώρα ητανε  ευκαιρεία νά γνωρίσει, καί τήν σκορδαλιά τήν ...χωριάτικη !!!
                                                                  ΛΕΩΝΙΔΑΣ  Η.  ΑΝΔΡΙΑΝΟΣ
                                                                      andrianosleonidas.blogspot.com
( επρωτοδημοσιεύτηκε στήν σφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ)

Σχόλια

Flag Counter